ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ωτίτιδα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ωτίτιδα

fülgyulladás

παρωτίτιδα

kanyaró◼◼◼

mumpsz◼◼◼