ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gén σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
jóváhagyást igénylő telepítés

εγκατάσταση για την οποία απαιτείται έγκριση

június végén

μέχρι το τέλος του ιουνίου

karcinogén

καρκινογόνος◼◼◼

klórozott szénhidrogén

χλωριωμένος υδρογονάνθρακας

kollagén

κολλαγόνο◼◼◼

kárigény

αξίωση◼◼◼

kártérítési igény

αξίωση για επανόρθωση

kémiai oxigén igény

χημικά απαιτούμενο οξυγόνο

kénhidrogén

υδρόθειο◼◼◼

képregény

κόμικς◼◼◼

költségén

δαπάνη◼◼◼

követelés, igény

απαίτηση (η, tsz. -εις)

legény

αγόρι

παλικάρι

legénység

πλήρωμα◼◼◼

mennyi időt vesz igénybe az átkelés?

πόση ώρα διαρκεί η διαδρομή;

mutagén anyag

μεταλλαξιογόνο

már jól vagyok, de még gyengének érzem magam

είμαι πια καλά αλλά νιώθω ακόμα αδύναμος

nem, száraztisztítást igényelnek

όχι, θέλουνε στεγνό καθάρισμα

neogén

Νεογενής

nincs igény szótárakra

δεν υπάρχει ενδιαφέρον για λεξικά

nitrogén

άζωτο (ázoto)◼◼◼

Nitrogén

Άζωτο◼◼◼

nitrogén ciklus

κύκλος αζώτου

nitrogén-dioxid

διοξίδιο του αζώτου

nitrogén le

αζωτοδέσμευση

αζωτοδέσμευση/δέσμευση αζώτου

δέσμευση αζώτου

nitrogén le/megkötés

αζωτοδέσμευση

αζωτοδέσμευση/δέσμευση αζώτου

δέσμευση αζώτου

nitrogén-monoxid

μονοξίδιο του αζώτου

nitrogén-oxidok

οξίδια του αζώτου

nitrogénműtrágya

αζωτούχο λίπασμα◼◼◼

nitrogénoxid

οξίδιο του αζώτου

oldott oxigén

διαλυμένο οξυγόνο◼◼◼

oxigén

οξυγόνο (oxygóno)◼◼◼

οξυγονο◼◻◻

Oxigén

Οξυγόνο◼◼◼

oxigén nélküli (anaerob) folyamat

αναερόβιες διεργασίες

1234

Το ιστορικό σας