ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

άζωτο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Άζωτο

Nitrogén◼◼◼

άζωτο (ázoto)

nitrogén◼◼◼

νεκρός (nekrós), πεθαμένος (pethaménos), άψυχος (ápsykhos) (soul-less), άζω(τ)ος [ázō(t)os] (life-less)

halott

οργανικό άζωτο

szerves nitrogén◼◼◼