ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gén σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
homogén

ομογενής

hétvégén

σαββατοκύριακο◼◼◼

időigényes

χρονοβόρος◼◼◼

igény

αίτημα◼◼◼

ισχυρισμός◼◼◻

διεκδίκηση◼◼◻

αξιώνω◼◻◻

ζήτηση/απαίτηση/αξίωση

η απαίτηση, η αξίωση

ικεσία

igény/kereslet/követelés

αξίωση

απαίτηση

ζήτηση

ζήτηση/απαίτηση/αξίωση

igénybevétel

χρήση◼◼◼

αίτηση◼◼◻

εφαρμογή◼◼◻

πρόγραμμα◼◼◻

καταπόνηση◼◼◻

πρόσληψη◼◻◻

απασχόληση◼◻◻

εργασία◼◻◻

τάση◼◻◻

έμφαση

περιουσία

igényel

ανάγκη◼◼◼

αίτημα◼◼◼

απαίτηση◼◼◼

ζήτηση◼◼◻

ισχυρισμός◼◻◻

αξίωση◼◻◻

διεκδίκηση◼◻◻

αξιώνω

ζητάω

ικεσία

ψηλαφώ

igényes

απαιτητικός (-ή-ό)

igénylés

αίτηση◼◼◼

χρήση◼◻◻

εφαρμογή◼◻◻

123

Το ιστορικό σας