ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gén σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Gén

Γονίδιο◼◼◼

gén

γονίδιο/γόνος

γόνος

génsebészet

γενετική μηχανική

génsebészetre vonatkozó jogszabályok

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τη (για τη) γενετική μηχανική

... végén

στα τέλη του...◼◼◼

aerob/oxigént igénylő folyamat

αερόβιες διεργασίες

agglegény

άγαμος

ανύπαντρος

εργένης

μπεκιάρης

aliciklusos szénhidrogén

αλικυκλικός υδρογονάνθρακας

alifás szénhidrogén

αλειφατικός υδρογονάνθρακας

allergén

αλλεργιογόνο◼◼◼

antigén

αντιγόνο◼◼◼

aromás szénhidrogén

αρωματικός υδρογονάνθρακας◼◼◼

biokémiai oxigénigény

βιοχημικά απαιτούμενο οξυγόνο

elszegényedés

ενδημική φτώχεια

εξάντληση

εξαθλίωση

endogén

ενδογενής◼◼◼

energiaigény

ζήτηση ενέργειας◼◼◼

geogén tényező

γεωγονικός παράγοντας

glikogén

γλυκογόνο◼◼◼

halogén

αλογόνο◼◼◼

Halogének

Αλογόνα

halogénezett bifenil

αλογονωμένο διφαινύλιο

halogénezett fenol

αλογονωμένη φαινόλη

halogénezett szennyezőanyag

αλογονωμένος ρύπος

halogénezett szénhidrogén

αλογονωμένος υδρογονάνθρακας

halogénezett vegyület

αλογονωμένη ένωση

heterogén

ετερογενής◼◼◼

Hidrogén

Υδρογόνο◼◼◼

hidrogén

υδρογόνο (ydrogóno)◼◼◼

hidrogén-peroxid

οξυζενέ

hidrogénbomba

βόμβα υδρογόνου

υδρογονοβόμβα

homogén

ομοιογενές◼◼◼

ομοιογενής◼◼◼

συμπαγής

12

Το ιστορικό σας