ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fájdalom σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fájdalom

πόνος (ο)◼◼◼

άλγος◼◼◼

οδύνη◼◼◻

ποινή◼◻◻

βάσανο

fájdalom- csillapító

το παυσίπονο

fájdalomcsillapító

αναλγητικό◼◼◼

αναλγητικός

παυσίπονα

παυσίπονο

fájdalommentes

ανώδυνος◼◼◼

mellkasi fájdalom

πόνος στο στήθος

Το ιστορικό σας