Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
πόνος (ο)▼◼◼◼
άλγος▼◼◼◼
οδύνη▼◼◼◻
ποινή▼◼◻◻
βάσανο▼
το παυσίπονο▼
αναλγητικό▼◼◼◼
αναλγητικός▼
παυσίπονα▼
παυσίπονο▼
ανώδυνος▼◼◼◼
πόνος στο στήθος▼
↑