ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

első σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elsősorban

πρώτιστα◼◻◻

elsőszülött

πρωτότοκος

elsőéves vagyok az egyetemen

είναι ο πρώτος χρόνος μου στο πανεπιστήμιο

a recepció az első emeleten van

η υποδοχή βρίσκεται στον πρώτο όροφο

balra az első

πάρε το πρώτο στενό αριστερά

belső

εσωτερικό◼◼◼

εσωτερικά◼◼◼

εσωτερικός◼◼◼

μέσα◼◼◻

έσω◼◻◻

έντερο

ενδοχώρα

belső európai piac

εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά

belső környezet

ενδοκτηριακό περιβάλλον

περιβάλλον εσωτερικών χώρων

Belső-Mongólia

Εσωτερική Μογγολία

belső vándorlás

εσωτερική μετανάστευση

belső víziúti szállítás

εσωτερικές πλωτές μεταφορές

belső égésű motor

μηχανή εσωτερικής καύσης◼◼◼

internal combustion engine

belsőleg

εσωτερικά◼◼◼

belsőség

εντόσθια◼◼◼

belsőségek

εντόσθια

belsőégésű motor

μηχανή εσωτερικής καύσης◼◼◼

κινητήρας καύσης

cipőfelsőrész

άνω◼◼◼

felső

άνω◼◼◼

πάνω◼◼◻

κορυφή◼◼◻

παραπάνω◼◻◻

ανώτερος◼◻◻

ανώτατος◼◻◻

υψηλότερος

καπάκι

ο/η/το (ε)πάνω/άνω

σβούρα

felső / top

φανελάκι

felső ajak

το πάνω χείλος

felső erősáramú vezeték

εναέρια γραμμή (μεταφοράς ενέργειας)

felső rész

κορυφή

123

Το ιστορικό σας