ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

első σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felső állcsont

άνω γνάθος

felsőfok

υπερθετικός

felsőfokú képzés

τριτοβάθμια εκπαίδευση◼◼◼

felsőház

άνω βουλή

felsőoktatás

(egyetemi szintű) η ανώτατη εκπαίδευση, (főiskolai szintű) η ανώτερη εκπαίδευση

felsőoktatási intézmény

ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα◼◼◼

felsőszorb

γλώσσα

fényszóró (első lámpa)

φώτα◼◼◼

legfelsőbb

ανώτατος◼◼◼

ανώτερος◼◼◻

legfelsőbb bíróság

ανώτατο δικαστήριο◼◼◼

mennyibe kerül egy első osztályú bélyeg?

πόσο κοστίζει η σφραγίδα πρώτης κατηγορίας;

Mózes első könyve

Γένεση

szerelem első látásra

κεραυνοβόλος έρωτας

123

Το ιστορικό σας