ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elem σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
terjedelem

μέγεθος◼◼◻

κλίμακα◼◼◻

εμβέλεια◼◼◻

μέση

σειρά

termésvédelem

προστασία των καλλιεργειών/φυτική προστασία

természeti kockázatelemzés

ανάλυση φυσικών κινδύνων

természetvédelem

διατήρηση◼◼◼

προστασία της φύσης◼◼◼

διατήρηση της φύσης◼◼◻

Titán (elem)

Τιτάνιο◼◼◼

történelem

ιστορία◼◼◼

Ιστορία◼◼◼

ιστορία/ιστορικό

Történelem

Ιστορία◼◼◼

történelem előtti

προϊστορικός

történet, történelem

ιστορία (η)

tudasd velem!

ειδοποίησε με!

tulajdon(ság)védelem

προστασία της ιδιοκτησίας

türelem

υπομονή◼◼◼

tűzvédelem

πυροπροστασία◼◼◼

úgy gondolom, egy új elemre lesz szüksége

νομίζω χρειάζεται καινούργια μπαταρία

V. főcsoport elemei

στοιχεία της ομάδας V

vállalati környezetvédelem

ενδοεπιχειρησιακή προστασία του περιβάλλοντος

van kedved valamikor velem ebédelni?

θέλεις να πάμε για φαγητό κάποια στιγμή;

van kedved valamikor velem vacsorázni?

θέλεις να πάμε για δείπνο κάποια στιγμή;

védelem

προστασία◼◼◼

διατήρηση◼◼◻

απαγόρευση◼◻◻

άσυλο◼◻◻

κάλυψη◼◻◻

συντήρηση◼◻◻

κάλυμμα◼◻◻

παράσταση◼◻◻

στέγη◼◻◻

ασπίδα◼◻◻

καταφύγιο◼◻◻

εκπροσώπηση

κατάλυμα

αντίκρουση

78910

Το ιστορικό σας