ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

απαγόρευση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
απαγόρευση

tilalom◼◼◼

megtiltás◼◼◻

betiltás◼◼◻

tilt◼◼◻

védelem◼◼◻

tilos◼◻◻

eltilt

kitilt

alkoholtilalom

bani

απαγόρευση κυκλοφορίας

kijárási tilalom

απαγόρευση των CFC και των halons

CFC és halon betiltása