ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elem σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
védelem

εξώφυλλο

σκέπη

άμυνα/αντίκρουση/υπεράσπιση

συντήρηση/διατήρηση

χαυλιόδοντας

védelem/megőrzés

διατήρηση

συντήρηση

συντήρηση/διατήρηση

vélelem

τεκμήριο◼◼◼

υπόνοια◼◻◻

vélemény

γνώμη (η)◼◼◼

γνωμοδότηση◼◼◻

άποψη◼◼◻

απόφαση◼◼◻

θέση◼◼◻

σημείο◼◼◻

λήψη◼◼◻

διάθεση◼◼◻

σκέψη◼◻◻

ανακοίνωση◼◻◻

στιγμή◼◻◻

κρίση◼◻◻

αναφορά◼◻◻

συμβουλή◼◻◻

βαθμός◼◻◻

στάση◼◻◻

πεποίθηση◼◻◻

μνεία

φωνή

θεώρηση

intelligence

προκατάληψη

ψήφος

γνωμοδότηση/γνώμη

vélemény, nézet, szakvélemény

άποψη

γνώμη

véleményem szerint

κατά τη γνώμη μου◼◼◼

véleményem szerint ...

κατά τη γνώμη μου, ...

véleményfelmérés

σφυγμομέτρηση (της κοινής γνώμης)/δημοσκόπηση

véleménykülönbség

διαφωνία◼◼◼

891011

Το ιστορικό σας