ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elem σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
polgári védelem

προστασία των πολιτών

radioaktív elem

ραδιενεργό στοιχείο

ραδιοστοιχείο

remélem, hamarosan jobban leszel

ελπίζω να γίνεις καλύτερα σύντομα

remélem, hogy ...

ελπίζω πως ...

remélem, hogy 5-kor nálam leszel

ελπίζω να είσαι στο σπίτι μου στις 5

remélem, jól vagy.

ελπίζω να είσαι καλά.

remélem, kellemes volt az itt tartózkodásuk

ελπίζω να είχατε ευχάριστη διαμονή

sérelem

βλάβη◼◼◼

αδίκημα◼◼◻

προσβολή◼◻◻

ταπείνωση◼◻◻

sivatagosodás elleni védelem

αντιμετώπιση (έλεγχος) της απερήμωσης

sugárvédelem

ακτινοπροστασία/προστασία από την (έκθεση σε) ακτινοβολία

szabadkereskedelem

ελεύθερες συναλλαγές

ελεύθερο εμπόριο

ελεύθερο εμπόριο/ελεύθερες συναλλαγές

szakvélemény

γνώμη◼◼◼

άποψη◼◻◻

szennyezés elleni védelem

έλεγχος της ρύπανσης

szennyezőanyag elemzés

ανάλυση ρύπων

szerelem

αγάπη

αγάπη (agápi)

αγαπώ

εραστής

ερωμένη

έρωτας

έρωτας (érotas)

στοργή

szerelem első látásra

κεραυνοβόλος έρωτας

Színképelemzés

Φασματοσκοπία◼◼◼

szomszédokkal szembeni védelem

προστασία από τους γείτονες

tájvédelem

διατήρηση του τοπίου

προστασία του τοπίου

talajvízvédelem

προστασία των υπογείων υδάτων

társadalomvédelem

κοινωνική προστασία

távmérés/telemetria

τηλεμετρία

telemetria

τηλεμετρία◼◼◼

terjedelem

έκταση◼◼◼

εύρος◼◼◻

6789

Το ιστορικό σας