ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elem σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
küzdelem

βιοπάλη

μάχομαι

μονομαχία

παλεύω

πάλη

πολεμώ

lavina elleni védelem

προστασία από χιονοστιβάδες

leányelem

προϊόν διάσπασης

légvédelem

αεράμυνα◼◼◼

leleményes

εφευρετικός-ή-ό, πολυμήχανος (-η-ο)

πολυμήχανος

leleményesség

ευρηματικότητα

levegőminőség-védelem

διαχείριση της ποιότητας του αέρα

madárvédelem

προστασία των πτηνών◼◼◼

maradékanyag elemzés

ανάλυση υπολείμματος (καταλοίπου)

matematikai elemzés

μαθηματική ανάλυση◼◼◼

megfélemlítés

εκφοβισμός◼◼◼

mikrobiológiai elemzés

μικροβιολογική ανάλυση/μικροβιολογική εξέταση

minden rendben van velem, köszönöm

είμαι εντάξει, ευχαριστώ

műemlékvédelem

συντήρηση μνημείου

művészettörténelem

ιστορία της τέχνης

nagykereskedelem

χονδρική◼◼◼

napelem

ηλιακό κύτταρο

nem kedvelem ...; ... nem tetszik nekem

δεν μου αρέσουν ...

nemzetközi kereskedelem

διεθνές εμπόριο◼◼◼

növénykereskedelem

εμπορία φυτών

növényvédelem

φυτοπροστασία◼◼◼

nukleáris fűtőanyag elem

στοιχείο πυρηνικού καυσίμου

nyomelem

ιχνοστοιχεία◼◼◼

ιχνοστοιχείο◼◻◻

Ιχνοστοιχείο◼◻◻

ökoszisztéma elemzés

ανάλυση οικοσυστήματος (οικοσυστημάτων)

ón/cin (elem)

κασσίτερος

önfegyelem

αυτοέλεγχος

αυτοσυγκράτηση

önvédelem

αυτοάμυνα◼◼◼

αυτοπροστασία◼◼◼

partvédelem

προστασία (των) οχθών

προστασία των ακτών

polgári védelem

πολιτική ασφάλεια◼◼◼

5678

Το ιστορικό σας