ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dal σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
csodálatos

έξοχος

θαυμάσιος

καταπληκτικός

υπέροχος

csodálatos, elképesztő

γαμάτο

csodálkozás

κατάπληξη

σοκ

csodálkozik

αναρωτιέμαι

απορία

απορώ

θαύμα

θαυμάζω

csodálkozik vmin

απορώ (+ με)

csodálkozom, hogy történt ez

αναρωτιέμαι (και εγώ) πώς έγινε αυτό

Daidalosz

Δαίδαλος

diadal

θριαμβεύω

θρίαμβος

νίκη

ο θρίαμβος

Diadalív

Αψίδα θριάμβου

diadalmas

θριαμβευτικός

domboldal

πλαγιά◼◼◼

egyoldalú

μονομερής◼◼◼

egyoldalúan

μονομερώς

EK rendelet a környezetgazdálkodásról és auditálásról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με την οικολογική διαχείριση και

elektromos kandal

ηλεκτρική φωτιά

élelmiszer-adalékanyag

πρόσθετο τροφίμων (στα τρόφιμα)

életciklus-gazdálkodás

διαχείριση κύκλου ζωής

emberi települések társadalmi, gazdasági vonatkozása

κοινωνικοοικονομική πτυχή των ανθρώπινων οικισμών

emberi településgazdálkodás

διαχείριση ανθρώπινων οικισμών

ének / dal

τραγούδι

énekelek egy dalt

λέω ένα τραγούδι

energiagazdálkodás

διαχείριση της ενέργειας◼◼◼

éppen őt akarod magaddal vinni?

αυτόν βρήκες να πας μαζί σου

erdőgazdálkodás

διαχείριση του δάσους

erőforrásgazdálkodás

διαχείριση (των) πόρων

fájdalmas

έλκος◼◼◼

αλγεινός

επώδυνος

οδυνηρός

1234

Το ιστορικό σας