ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

θαυμάζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
θαυμάζω

csoda

csodálat

csodálkozik

ámul

θαυμάζω (-σω)

csodál