ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dal σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fájdalmat érzek a ...

έχω έναν πόνο ...

fájdalom

πόνος (ο)◼◼◼

άλγος◼◼◼

οδύνη◼◼◻

ποινή◼◻◻

βάσανο

fájdalom- csillapító

το παυσίπονο

fájdalomcsillapító

αναλγητικό◼◼◼

αναλγητικός

παυσίπονα

παυσίπονο

fájdalommentes

ανώδυνος◼◼◼

feltárás oldala

πλευρά εκσκαφής (ανασκαφής)

feudális

φεουδαρχικός

feudalizmus

φεουδαλισμός

φεουδαρχία

Feudalizmus

Φεουδαρχία

fogadalom

διαβεβαίωση◼◼◼

υπόσχεση◼◼◻

όρκος

földalatti

υπόγεια◼◼◼

μετρό◼◼◻

υπέδαφος◼◻◻

υπόγειος

υπογειώνω

földalatti börtön

μπουντρούμι

földalatti vasút

μετρό

υπόγειος

υπόγειος σιδηρόδρομος

földgazdálkodás és tervezés

διαχείριση και σχεδιασμός χρήσης γαιών

földgazdálkodási beavatkozási terület

περιοχή παρέμβασης στο πλαίσιο της διαχείρισης γαιών

főoldal

αρχική σελίδα◼◼◼

forradalmi

επαναστατικός◼◼◼

επαναστάτης

forradalom

επανάσταση (η)◼◼◼

περιστροφή

fotokémiai oxidálószer

φωτοχημικό οξιδωτικό (μέσο)

francia forradalom

Γαλλική Επανάσταση

gáz kandal

γκάζι

gazdálkodás

διαχείριση◼◼◼

2345

Το ιστορικό σας