ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dal σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dal

τραγούδι (το)◼◼◼

άσμα

επιθαλάμιο

ωδή (oðí)

dalai láma

Δαλάι Λάμα

dalia

ήρωας

dallam

μελωδία

τόνος

dallamos

μελωδικός

Dallas

Ντάλλας◼◼◼

Ντάλας

dalol

άδω

κελαηδώ

τραγουδάω

τραγουδώ

ψέλνω

dalszerző

τραγουδοποιός

dalszöveg

γράμμα

κείμενο

στίχοι

daltonizmus

αχρωματοψία

δαλτονισμός

a jobb oldalon

στη δεξιά πλευρά

a jobboldali pártok

τα δεξιά κόμματα

adalék

πρόσθετο◼◼◼

προσθήκη◼◼◼

συμβολή◼◻◻

συνεισφορά◼◻◻

adalékanyag

πρόσθετο◼◼◼

adalékanyagok

τα πρόσθετα◼◼◼

aggodalom

ανησυχία◼◼◼

έννοια◼◻◻

ενδιαφέρον

επιθυμία

έγνοια

ανησυχώ

altatódal

νανούρισμα

amigdalin

αμυγδαλίνη◼◼◼

baloldal

αριστερά◼◼◼

αριστερός

12

Το ιστορικό σας