ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dal σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
akadály

κώλυμα◼◼◻

παρεμπόδιση◼◻◻

πρόσκομμα

akadályfutás

στιπλ

akadályoz

αναστέλλω

αναχαιτίζω

εμποδίζω

κωλυσιεργώ

παρεμποδίζω

akadályozás

παρακώλυση◼◼◼

παρεμπόδιση◼◼◼

εμπόδιο◼◻◻

altatódal

νανούρισμα

amigdalin

αμυγδαλίνη◼◼◼

áthidal

γέφυρα

γεφυρώνω

μπριτζ

baloldal

αριστερά◼◼◼

αριστερός

baloldali

αριστερά◼◼◼

(politikailag is) αριστερός (-η-ο)

barázdál

αυλάκι

belterjes gazdálkodás

εντατική καλλιέργεια

bikaviadal

ταυρομαχία

biogazdálkodás

βιολογική καλλιέργεια◼◼◼

birodalmi

αυτοκρατορικός

birodalom

ράιχ◼◼◼

αυτοκρατορία

βασίλειο

η αυτοκρατορία

κράτος

σφαίρα

Bizánci Birodalom

Βασιλεία Ῥωμαίων

Βυζαντινή Αυτοκρατορία

bölcsődal

νανούρισμα

Brit Birodalom

Βρετανική Αυτοκρατορία

csodál

θαυμάζω (-σω)

csodálat

θαυμάζω

θαυμασμός

csodálatos

εκπληκτικός

123

Το ιστορικό σας