ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

betét σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
betét

κατάθεση◼◼◼

καταθέτω

κοίτασμα

προκαταβολή

φύλλο

(bank)betét

κατάθεση (η, tsz. -εις)

betéti kártya

χρεωστική κάρτα◼◼◼

ágybetét

στρώμα◼◼◼

Το ιστορικό σας