ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
κατάθεση | letét◼◼◼ betét◼◼◼ tanúvallomás◼◼◻ bizonyíték◼◼◻ jel◼◻◻ tanúsít◼◻◻ |
κατάθεση (η, tsz. -εις) | |
(εν)απόθεση/(μαρτυρική) κατάθεση | |
βάζω (βάλω), (pénzt) καταθέτω (-σω), κάνω κατάθεση | |
θέλω να κάνω κατάθεση 100 ευρώ | |
μπορείτε να μεταφέρετε 1000 λίρες από τον τρεχούμενο λογαριασμό μου στο λογαριασμό κατάθεσης; | át tudna utalni1000 fontot a folyószámlámról a letéti számlámra? |
συγκατάθεση | hozzájárul◼◼◼ beleegyezik◼◻◻ |