ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κοίτασμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κοίτασμα

mező◼◼◼

ér◼◼◻

betét

véna

κοίτασμα ορυκτού

ásványlelőhely