ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

adomány σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
adomány

δωρεά◼◼◼

παρόν◼◻◻

παρών◼◻◻

συνεισφορά◼◻◻

δωρίζω

δόσιμο

δώρο

εισφορά

χάρισμα

adománygyűjtés

συλλογή◼◼◼

adományoz

δίνω

δωρίζω

χαρίζω

adományozás

δωρεά◼◼◼

könyöradomány

ελεημοσύνη

Το ιστορικό σας