ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δωρίζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δωρίζω

adomány

adományoz

ajándék

ajándékoz

ajándéktárgy

δωρίζω (-σω), χαρίζω (-σω), κάνω δώρο

ajándékoz