ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
óv

προσοχή◼◻◻

óvadék

εγγύηση◼◼◼

óvatos

σύνεση◼◼◼

κρυψίνους

προσεκτικός

προσεκτικός (-ή-ό)

óvatosan

προσεκτικά◼◼◼

óvatosan, a tányér nagyon forró!

προσοχή το πιάτο καίει!

óvatosság

προσοχή◼◼◼

σύνεση◼◼◻

επιφύλαξη◼◻◻

έννοια◼◻◻

επιμέλεια◼◻◻

έγνοια

περίσκεψη

óvoda

παιδικός σταθμός◼◼◼

νηπιαγωγείο

νηπιαγωγείο (το)

νηπιαγωγείο / νήπιο

Óvoda

Νηπιαγωγείο

óvszer

καουτσούκ◼◼◼

ελαστικό◼◼◻

προφυλακτικό

προφυλακτικό (profylaktikó)

óvszerek

προφυλακτικά

óvóhely

καταφύγιο

Ózon

Όζον◼◼◼

ózonizálás

μετατροπή σε όζον/οζονοποίηση

ózonréteg

στιβάδα του όζοντος◼◼◼

όζον◼◻◻

οζονόσφαιρα

στρώμα του όζοντος

ózonréteg elvékonyodása

εξασθένηση (εξάντληση) της στιβάδας του όζοντος

ózonréteg elvékonyodási potenciál

δυναμικό καταστροφής (εξασθένησης) του όζοντος

(+ tárgyeset) át, keresztül, óta; (+birtokos eset) -on/en/ön, alatt

επί

(a jövő idő és a feltételes mód segédszava)

θα

(kérdőszó) hogy: πώς είναι milyen

πώς

(kötőszó) hogy

πως

ότι

(kötőszó) mint

παρά

2345

Το ιστορικό σας