ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ól

κοτέτσι

σκυλόσπιτο

ólom

μόλυβδος◼◼◼

μόλυβδος (mólyvdos)◼◼◼

αγωγός

βαρίδι

δίοδος

μολύβι

μόλυβδος/αγωγός/δίοδος

Ólom

Μόλυβδος◼◼◼

ólommentes

αμόλυβδη◼◼◼

αμόλυβδος

ólomvegyület

ένωση μολύβδου

ómega

Ωμέγα

ωμέγα

Ómega

Ωμέγα

Ón

Κασσίτερος◼◼◼

ón

κασσίτερος (kassíteros)◼◼◼

λευκοσίδηρος◼◻◻

λευκοσίδηρος (lefkosídiros)◼◻◻

κονσέρβα

ón/cin (elem)

κασσίτερος

ónorvég

παλαιά νορβηγικά

ópium

όπιο◼◼◼

αφιόνι

ópiát

οπιοειδές◼◼◼

οπιούχο

óra

ώρα◼◼◼

ώρα (óra)◼◼◼

χρόνος◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

θέση◼◻◻

είδος◼◻◻

τάξη◼◻◻

μέτρο◼◻◻

εργασία◼◻◻

μαθήματα◼◻◻

κλάση◼◻◻

σειρά◼◻◻

η ώρα◼◻◻

123

Το ιστορικό σας