ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
óra

ωρολόγιο◼◻◻

άσκηση◼◻◻

σκοπός◼◻◻

μάθημα◼◻◻

εκκρεμές

Óra (eszköz)

Ρολόι◼◼◼

Óra (időegység)

Ώρα◼◼◼

órabér

ωρομίσθιο◼◼◼

óramutató járásával megegyező irányban

κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού◼◼◼

Órigenész

Ωριγένης

óriás

γιγαντιαίος◼◼◼

γίγαντας

γίγαντας (gígantas)

τεράστιος

óriási

τεράστιος◼◼◼

απέραντος

αχανής

γιγάντειος

θεόρατος

πελώριος

υπερμεγέθης

óriáskígyó

ανακόντα

βόας

πύθωνας

óránként

ωριαία◼◼◼

ωριαίος◼◻◻

óránkénti

ωριαία◼◼◼

ωριαίος◼◼◻

Ószaka

Οσάκα

óta

από◼◼◼

με◼◼◻

από τότε◼◼◻

εδώ και◼◻◻

αφότου◼◻◻

επειδή◼◻◻

έκτοτε◼◻◻

αφού◼◻◻

μια και

Ótestamentum

Παλαιά Διαθήκη

óv

προστασία◼◼◼

1234

Το ιστορικό σας