ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

προφυλακτικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προφυλακτικό

gumi

koton

óvszer

προφυλακτικό (profylaktikó)

óvszer

προφυλακτικός (-ή-ό)

elővigyázatos

συντηρητικό/προφυλακτικό

tartósítószer