ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κεραμίδι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κεραμίδι

cserép

tetőcserép

(virágé) η γλάστρα, (tetőn) το κεραμίδι

cserép