ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πλακίδιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πλακίδιο

csempe◼◼◼

bár

cserép

pala

rúd

tetőcserép

πλακίδιο ολοκληρωμένου κυκλώματος

chip

το πλακάκι, το πλακίδιο

csempe