ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ων σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ακυρώνω

érvénytelenít

lemond, érvénytelenít

visszavon

ακυρώνω μια κράτηση

lemondani a foglalást

αλάτωση των υδάτων

vízsósodás

αλεύρι που φωσκώνει (φαρίνα)

élesztővel dúsított liszt

αλευρώνω

liszt

αλιεία εσωτερικών υδάτων

belvízi halászat◼◼◼

αλιευτική ζώνη

halászat◼◼◼

αλληλεπίδραση των φυτοφαρμάκων

növényvédőszerek kölcsönhatása

αλλήλων

egymás◼◼◼

egymást

αλλοιώνω

elkényeztet

ront

άλμπουμ φωτογραφιών

fotóalbum

Αλωνάρης

július

Αλωνάρης (Alonáris)

július

αλώνι

szérű

αλωνίζω

csépel

αλώνισμα

cséplés◼◼◼

αμαυρώνω

ront

Αμβρόσιος Μεδιολάνων

Szent Ambrus

άμβωνας

szószék

αμειψισπορά (αγροτεμαχίων)/εναλλαγή καλλιεργειών

termésforgó

άμεση πηγή εκπομπών

közvetlen kibocsátó

Αμμωνία

Ammónia◼◼◼

αμμωνιοποίηση

ammonifikáció

αμπελώνας

szőlőskert

αμφιβληστροειδής χιτώνας

recehártya◼◼◼

αμφισβητώντας

kérdő◼◼◼

αμφιτρύωνας

házigazda

Άμων

Ámon

αναγνώριση μορφών

alakfelismerés/jelfelismerés

ανακεφαλαιώνω

összefoglal

ανακοινώνω

kihirdet

közöl

nyilvánít

tudat

ανάκτηση υπολειμμάτων πετρελαίου

olajmaradék visszanyerés

ανακύκληση υπολειμμάτων (καταλοίπων)

maradékanyag újrahasznosítása

1234