ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

liszt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
liszt

αλεύρι◼◼◼

αλεύρι (alévri)◼◼◼

το αλεύρι◼◼◻

σκόνη◼◼◻

αλευρώνω

Liszt

Αλεύρι◼◼◼

Liszt Ferenc

Φραντς Λιστ

lisztérzékenység

κοιλιοκάκη◼◼◼

ballisztikus

βαλλιστικός◼◼◼

csontliszt

οστεάλευρο◼◼◼

földigiliszta

γεωσκώληκας

σκουλήκι

σκουληκαντέρα

giliszta

γεωσκώληκες

σκουλήκι

σκουλίκι

Kallisztó

Καλλιστώ (μυθολογία)

Kallisztó (hold)

Καλλιστώ (δορυφόρος)

sima liszt

απλό αλεύρι

élesztővel dúsított liszt

αλεύρι που φωσκώνει (φαρίνα)

Το ιστορικό σας