ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

érvénytelenít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
érvénytelenít

ακύρωση◼◼◼

διαγραφή◼◻◻

ακυρώνω

érvénytelenítés

ακύρωση◼◼◼

ανάκληση◼◼◻

lemond, érvénytelenít

ακυρώνω

Το ιστορικό σας