ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elkényeztet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elkényeztet

αλλοιώνω

καλομαθαίνω (καλομάθω)

μαλθακώνω

παραχαϊδεύω

elkényeztetett

κακομαθημένος

καλομαθημένος (-η-ο)

Το ιστορικό σας