ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kérdő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kérdő

αμφισβητώντας◼◼◼

kérdőjel

ερωτηματικό◼◼◼

(kérdőszó) hogy: πώς είναι milyen

πώς

kérdőív

ερωτηματολόγιο◼◼◼

megkérdőjelez

ερώτημα◼◼◼

αμφιβολία◼◼◻

ερώτηση◼◻◻

αμφιβάλλω

megkérdőjelezhető

αμφισβητήσιμος◼◼◼

Το ιστορικό σας