ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
ζωική παραγωγή | |
η εισαγωγή(ς) | |
η εξαγωγή(ς) | |
θεραπεία/αγωγή/αντιμετώπιση | |
θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας) | hőerőmű◼◼◼ |
θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)/ΘΗΣ | |
καταγωγή | származás◼◼◼ eredet◼◼◻ sor◼◻◻ szakasz◼◻◻ forrás◼◻◻ |
κεντρική μονάδα παραγωγής θερμότητας | |
κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού | |
μέσα γεωργικής παραγωγής | |
μεγάλη μονάδα παραγωγής ενέργειας από καύσιμες ύλες | |
μεταποιημένη γεωργική παραγωγή | |
μονάδα ηλεκρτοπαραγωγής | |
μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα | |
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος) | |
οξιδοαναγωγή | |
πήρε προαγωγή | |
παλιρροϊκός σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας) | |
παραγωγή | termelés◼◼◼ előállítás◼◼◼ gyártás◼◼◼ készítmény◼◼◻ kivonás◼◻◻ levonás◼◻◻ produkció◼◻◻ |
παραγωγή ενέργειας | |
παραγωγή ηλεκτρισμού (ηλεκτρικού ρεύματος) | |
παραγωγή κοπριάς | |
παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων | |
παραγωγή πετρελαίου (αλυσίδα παραγωγής) |