ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elektromos energiatermelés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elektromos energiatermelés

παραγωγή ηλεκτρισμού (ηλεκτρικού ρεύματος)

elektromos energiatermelés költsége

κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού

Το ιστορικό σας