ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

készítmény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
készítmény

παρασκεύασμα◼◼◼

παρασκευή◼◼◻

παραγωγή◼◼◻

κατασκευή◼◻◻

προετοιμασία◼◻◻

Το ιστορικό σας