Magyar-Görög szótár »

vész görögül

MagyarGörög
vész

κίνδυνος◼◼◼

έκτακτη ανάγκη◼◼◼

vészhelyzet törvény

αναγκαστικός νόμος/νόμος προσωρινής ισχύος

vészhelyzeti terv

σχέδιο έκτακτης ανάγκης◼◼◼

vészjelző lámpa

προβολείς

Absztrakt művészet

Αφηρημένη τέχνη

baleári vészmadár

μύχος των Βαλεαρίδων◼◼◼

vész

μάγος

dögvész

λοιμός

πανούκλα

elvész

χάνω

festőművész

καλλιτέχνης

μπογιατζής

festőművészet

ζωγραφική

Filmművészet

Κινηματογράφος

harcművészet

πολεμικές τέχνες◼◼◼

harcművészetek

πολεμικές τέχνες

hegedűművész

βιολίστρια

konyhaművészet

μαγειρική◼◼◼

γαστρονομία◼◼◼

könyvészet

βιβλιογραφία

környezeti vészhelyzetre felkészülés

περιβαλλοντικός σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης

vészet

σκοποβολή◼◼◼

Manierizmus (művészet)

Μανιερισμός

mesterlövész

ελεύθερος σκοπευτής

vész

δημιουργός◼◼◼

ζωγράφος

ηθοποιός

vészet

Τέχνες◼◼◼

Τέχνη◼◼◻

vészet

καλλιτεχνικά◼◼◼

τέχνη (η)◼◼◼

επιτηδειότητα

τέχνη/καλλιτεχνικά

vészettörténelem

ιστορία της τέχνης

vészettörténet

Ιστορία της τέχνης

vészettörténet

ιστορία της τέχνης

vészi

καλλιτεχνικός

Nem (nyelvészet)

Γραμματικό γένος◼◼◼

nyelvész

γλωσσολόγος

12