Magyar-Görög szótár »

vény görögül

MagyarGörög
részvény

υπόθεση◼◼◻

εμπόρευμα◼◻◻

ενέργεια◼◻◻

απόθεμα◼◻◻

διαθέσιμος◼◻◻

δράση

részvényes

μέτοχος◼◼◼

részvénypiac

χρηματιστήριο◼◼◼

részvénytulajdonos

μέτοχος◼◼◼

részvénytársaság

ανώνυμη εταιρεία◼◼◼

ανώνυμη εταιρία◼◻◻

részvénytőke

μετοχή◼◼◼

spórás/virágtalan növény

κρυπτόγαμα

sugárvédelmi törvény

νομοθεσία (νόμοι) περί προστασίας από την ακτινοβολία

szelvény

προφίλ◼◼◼

διάταξη◼◻◻

szemelvény

απόσπασμα

szerelvény

εξαρτήματα◼◼◼

σύνδεσμοι◼◼◻

συρμός◼◻◻

εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση)

επίπλωση

κουπί

szerelvény (gáz- vízcső)

εξαρτήματα◼◼◼

σύνδεσμοι◼◼◻

εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση)

επίπλωση

szobanövények

φυτά εσωτερικού χώρου◼◼◼

szögfüggvény

τριγωνομετρική συνάρτηση

szökevény

φυγάς

szövetségi törvény

ομοσπονδιακός(ή) νόμος (νομοθεσία) (Γερμανία)

ομοσπονδιακός(ή) νόμος (νομοθεσία) [Γερμανία]

vény

φράκτης (θάμνων)

φράκτης με θάμνους

φράχτης

takarmánynövény

καλλιέργεια χορτοδοτικών φυτών

χορτοδοτικό φυτό

takarmánytörvény

νόμος (νομοθεσία) περί ζωοτροφών

tanösvény

εκπαιδευτική κατεύθυνση

tengeri törvény

ναυτικό δίκαιο

3456