Magyar-Görög szótár »

védelmi görögül

MagyarGörög
védelmi

αμυντικός◼◼◼

védelmi rendszer

σύστημα προστασίας◼◼◼

emberi települések környezetvédelmi vonatkozásai

περιβαλλοντική πτυχή των ανθρώπινων οικισμών

Európai Környezetvédelmi Tanács

Ευρωπαϊκό Περιβαλλοντικό Συμβούλιο

Európai Környezetvédelmi Ügynökség

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος◼◼◼

Európai természetvédelmi terület

ευρωπαϊκό φυσικό καταφύγιο

integrált környezetvédelmi technológia

ενσωματωμένη τεχνολογία προστασίας του περιβάλλοντος

integrált természetvédelmi terület

ολοκληρωμένο φυσικό καταφύγιο

ivóvízvédelmi terület

περιοχή προστασίας πόσιμων υδάτων◼◼◼

katasztrófavédelmi szolgálat

υπηρεσία ελέγχου καταστροφής

katasztrófavédelmi terv

σχέδιο έκτακτης ανάγκης (σε περίπτωση καταστροφής)

környezetvédelmi alap

ταμείο περιβάλλοντος◼◼◼

környezetvédelmi beruházás

περιβαλλοντική επένδυση

környezetvédelmi engedély

περιβαλλοντική άδεια◼◼◼

környezetvédelmi költség

κόστος της προστασίας του περιβάλλοντος

környezetvédelmi mozgalom

οικολογικό κίνημα

környezetvédelmi szabályozás

κανονισμός (ρύθμιση) για την προστασία του περιβάλλοντος

környezetvédelmi szervezet

οργανισμός προστασίας του περιβάλλοντος

környezetvédelmi szövetség/egyesület

σύλλογος προστασίας του περιβάλλοντος

környezetvédelmi technológia

τεχνολογία προστασίας του περιβάλλοντος

környezetvédelmi támogatás

περιβαλλοντική επιδότηση

környezetvédelmi utasítás

δικαστική απόφαση (παραγγελία, έννομος τάξη)

környezetvédelmi vállalkozás

περιβαλλοντική επιχείρηση

környezetvédelmi ügynökség

οργανισμός προστασίας του περιβάλλοντος◼◼◼

οργανισμός (υπηρεσία) προστασίας του περιβάλλοντος

légvédelmi

αντιαεροπορικός

madárvédelmi terület

καταφύγιο πτηνών

rugalmas környezetvédelmi megközelítés

ευέλικτη προσέγγιση (του θέματος) της προστασίας

sugárvédelmi törvény

νομοθεσία (νόμοι) περί προστασίας από την ακτινοβολία

természetvédelmi jogszabályok

νομοθεσία (νόμοι) περί διατήρησης της φύσης

természetvédelmi program

πρόγραμμα διατήρησης της φύσης

természetvédelmi szervezet

οργανισμός (οργάνωση) για τη διατήρηση της φύσης

természetvédelmi terület

φυσικό καταφύγιο (εκτροφείο θηραμάτων)◼◼◼

torkolati természetvédelmi terület

προστατευόμενη περιοχή εκβολών ποταμού (ποταμόκολπου)

tájvédelmi politika

πολιτική διατήρησης του τοπίου

tájvédelmi terület

προστατευόμενη περιοχή φυσικού τοπίου

tűzvédelmi elővigyázatosság

πυρασφάλεια

vízvédelmi jogszabályok

νομοθεσία (νόμοι) περί της προστασίας των υδάτων

ökológiai/környezetvédelmi mozgalom

οικολογικό κίνημα

önkormányzati környezetvédelmi terv

δημοτικό περιβαλλοντικό σχέδιο