Magyar-Görög szótár »

tok görögül

MagyarGörög
arisztokrácia

αριστοκρατία

arisztokrata

αριστοκράτης

αριστοκρατικός

αριστοκράτισσα

ευγενής

áteresztőképesség

διαμεταγωγή

átok

κατάρα◼◼◼

ανάθεμα

αναθεματίζω

attól tartok, hogy a szám titkosítva van

φοβάμαι πως αυτός ο αριθμός είναι απόκρυφος

autokláv

αυτόκαυστο◼◼◼

αυτόκλειστο◼◼◼

κλίβανος◼◻◻

autokorreláció

αυτοσυσχέτιση

autokrácia

αυτοκρατία

barátokon keresztül

μέσω κοινών φίλων

bír, birtokol, van -nak/-nek ('attached to owner')

έχω (ekhō)

birtok

κατοχή◼◼◼

ιδιοκτησία◼◼◻

κυριότητα◼◻◻

περιουσιακό στοιχείο◼◻◻

ιδιότητα◼◻◻

κτήμα◼◻◻

αγρόκτημα◼◻◻

περιουσία

πλευρά

τομέας

χαρακτηριστικό

birtokbavétel

κατοχή◼◼◼

περιουσιακό στοιχείο◼◻◻

birtoklás

κατοχή◼◼◼

ιδιοκτησία◼◼◻

κυριότητα◼◻◻

περιουσιακό στοιχείο

birtokol

ίδιος◼◼◼

έχω

birtokos

γενική◼◼◼

νομέας◼◼◻

birtokos eset

γενική

Bram Stoker

Μπραμ Στόκερ

1234