Magyar-Görög szótár »

tisztviselő görögül

MagyarGörög
tisztviselő

δημόσιος υπάλληλος◼◼◼

αξιωματικός◼◼◼

αξιωματούχος◼◼◼

εκτελεστικός◼◼◻

λειτουργός◼◼◻

επίσημος◼◻◻

διοικητικό στέλεχος◼◻◻

rendőr tisztviselő

αστυνομικός