Magyar-Görög szótár »

testvér görögül

MagyarGörög
testvér

αδελφός◼◼◼

αδελφή◼◼◼

αδερφός◼◻◻

αμφιθαλής◼◻◻

αδέλφι

testvérek

αδέρφια (τα)

testvériség

αδελφικότητα

αδελφοσύνη

αδελφότητα

συναδέλφωση

fiútestvér

αδελφός◼◼◼

αδερφός (ο)

féltestvér

αδελφός

ετεροθαλής

ετεροθαλής αδελφός

Krisztus testvérei

Χριστάδελφος

leánytestvér

αδελφή◼◼◼

lánytestvér

αδελφή◼◼◼

αδερφή

αδερφή (η)

nagyon hasonlítasz a testvéredre

μοιάζεις πολύ με τον αδερφό σου

unokatestvér

εξάδελφος◼◼◼

πρώτος◼◼◻

ανιψιά◼◻◻

ξάδελφος◼◻◻

ξάδερφος◼◻◻

καλοκαίρι

ξάδερφος / ξαδέρφη

ξαδέλφη

ξαδέρφη

van fiú vagy lánytestvéred?

έχεις αδέρφια;