Magyar-Görög szótár »

tanul görögül

MagyarGörög
tanul

διδάσκω

μαθαίνω (μάθω)

μελέτη

μελετώ

σπουδάζω

φοιτώ

tanul, tanulmányokat folytat

σπουδάζω

tanulatlan

αγράμματος

tanulmány

μελέτη◼◼◼

μελετώ

σπουδάζω

tanulmányoz

μελέτη◼◼◼

μελετώ

σπουδάζω

tanulni

να μελετήσω

tanulni jöttem ide

ήρθα για σπουδές

tanulnom kell

πρέπει να διαβάσω

tanulok ...

μαθαίνω ...

tanulság

άσκηση◼◼◼

δίδαγμα◼◼◼

μάθημα◼◼◼

μαθήματα◼◼◼

tanulás

μάθηση◼◼◼

γνώση◼◻◻

εκμάθηση◼◻◻

μελέτη◼◻◻

επιστήμη

διάβασμα

μελετώ

σπουδάζω

σπουδή

tanuló

μαθητευόμενος◼◼◼

φοιτητής◼◼◼

σπουδαστής◼◼◼

σπουδαστής (spoudastís)◼◼◼

κόρη

μαθήτρια

σπουδάστρια

σπουδάστρια (spoudástria)

φοιτήτρια

12