Magyar-Görög szótár »

tanít görögül

MagyarGörög
tanít

διδάσκω

μαθαίνω

tanít, 'transitive:' megtanít

διδάσκω

tanítvány

μαθητής

tanítás

κατάρτιση◼◼◼

εκπαίδευση◼◼◼

διδασκαλία◼◼◻

μαθήματα◼◼◻

τάξη◼◼◻

δίδαγμα

εντολή

tanító

δάσκαλος

δάσκαλος (dáskalos)

δασκάλα

δασκάλα (daskála)

καθηγητής

tanító, tanár

δάσκαλος (ο)

tanítónő

δάσκαλος

δάσκαλος (dáskalos)

δασκάλα

δασκάλα (daskála)

tanítónő, tanárnő

δασκάλα (η)

megtanít

διδάσκω