Magyar-Görög szótár »

takar görögül

MagyarGörög
erdőtakaró pusztulása

απομείωση της δασοκάλυψης

földtakaró

κάλυψη του εδάφους/κάλυψη εδαφικών εκτάσεων

gazdaság, takarékosság

οικονομία (η)

kérhetek egy plusz takarót?

θα μπορούσα να έχω μια επιπλέον κουβέρτα παρακαλώ;

letakar

κάλυψη◼◼◼

σκεπάζω (-σω)

megtakarít

αποταμιεύω

megtakarítás

αποταμιεύσεις◼◼◼

αποταμίευση◼◼◻

talajtakarás

προστατευτικό στρώμα (αχύρου)

tisztaság, takarítás

καθαριότητα (η)

tisztít, takarít

καθαρίζω

12