Kérlek, engedélyezd a javascriptet a szótár használatához! Hogyan?
απολύω▼
καύσιμο▼
πυροδότηση/έναυση/τροφοδοσία πυράς/ψήσιμο/βολή/πυρά▼
καύσιμο▼◼◼◼
καυσόξυλα▼
μαζούτ▼◼◼◼
πετρέλαιο εξωτερικής καύσης▼◼◻◻
πετρέλαιο εξωτερικής καύσης/μαζούτ▼
ορυκτό καύσιμο▼◼◼◼
μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο▼
καύσιμο από απορρίμματα▼
καύσιμο οικιακής χρήσης▼◼◼◼
πετρέλαιο οικιακής χρήσης▼
μη ρυπαίνον καύσιμο/καθαρό καύσιμο▼
μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα▼
↑