Magyar-Görög szótár »

tüzel görögül

MagyarGörög
tüzel

απολύω

tüzeloanyag

καύσιμο

tüzelés

πυροδότηση/έναυση/τροφοδοσία πυράς/ψήσιμο/βολή/πυρά

tüzelő

καύσιμο◼◼◼

tüzelőfa

καυσόξυλα

tüzelőolaj

μαζούτ◼◼◼

πετρέλαιο εξωτερικής καύσης◼◻◻

πετρέλαιο εξωτερικής καύσης/μαζούτ

fosszilis tüzelőanyag

ορυκτό καύσιμο◼◼◼

gáztüzelésű erőmű

μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο

hulladékból nyert tüzelőanyag

καύσιμο από απορρίμματα

háztartási tüzelőanyag

καύσιμο οικιακής χρήσης◼◼◼

háztartási tüzelőolaj

πετρέλαιο οικιακής χρήσης

nem-szennyező tüzelőanyag

μη ρυπαίνον καύσιμο/καθαρό καύσιμο

széntüzelésű erőmű

μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα