Magyar-Görög szótár »

társ görögül

MagyarGörög
társaságkedvelő

κοινωνικός

társtulajdonos

συνιδιοκτήτης◼◼◼

társulat

ένωση◼◼◼

εταιρεία◼◼◼

σύλλογος

σύνδεσμος

társulás

συσχετισμός/συσχέτιση/ένωση/σύνδεση

(baráti) társaság

σύνδεσμος

Albán Köztársaság

Δημοκρατία της Αλβανίας◼◼◼

bajtárs

συμπολεμιστής

σύντροφος

banánköztársaság

μπανανία

Belarusz Köztársaság

Λευκορωσία

beszélgetőtárs

συνομιλητής◼◼◼

biztosító társaság

η ασφαλιστική εταιρεία, η ασφάλεια

Bolgár Köztársaság

Δημοκρατία της Βουλγαρίας◼◼◼

Βουλγαρία

bűntárs

συνεργός◼◼◼

Cseh Köztársaság

Τσεχική Δημοκρατία◼◼◼

Δημοκρατία της Τσεχίας◼◻◻

Τσεχία

Dominikai Köztársaság

Δομινικανή Δημοκρατία (Dominikaní Dimokratía)◼◼◼

Donyecki Népköztársaság

Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ◼◼◼

Dél-Afrikai Köztársaság

Νότια Αφρική

Dél-afrikai Köztársaság

Νότια Αφρική (Nótia Afrikí)

díva, sztárszínésznő

ντίβα (η)

egy lakótárssal élek

συγκατοικώ με άλλο ένα άτομο

Egyiptomi Arab Köztársaság

Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου◼◼◼

elvtárs

συμπολεμιστής

συντρόφισσα

σύντροφος

φίλος

elvtárs (m)

συντρόφισσα (syntrófissa)

σύντροφος (sýntrofos)

elvtárs

συμπολεμιστής

συντρόφισσα

σύντροφος

elvtársnő (f)

συντρόφισσα (syntrófissa)

σύντροφος (sýntrofos)

emberi települések társadalmi, gazdasági vonatkozása

κοινωνικοοικονομική πτυχή των ανθρώπινων οικισμών

123