Magyar-Görög szótár »

szabad görögül

MagyarGörög
szabadkőművesség

ελευθεροτεκτονισμός

τεκτονισμός

Szabadkőművesség

Ελευθεροτεκτονισμός

szabadnap

αργία◼◼◼

διακοπές◼◼◼

szabadon

ελεύθερα◼◼◼

szabadpiac

ελεύθερη αγορά◼◼◼

szabadrúgás

ελεύθερη βολή

szabadság

διακοπές◼◼◼

ανεξαρτησία◼◼◼

ανεξιθρησκία◼◼◻

αφήνω

γιορτή

εορτή

φεύγω

szabadság jogosultság

δικάιωμα διακοπών

Szabadság-szobor (New York)

Άγαλμα της Ελευθερίας

szabadságon vagyok

κάνω διακοπές

szabadságon van

είναι σε άδεια

szabadtéri

υπαίθριος◼◼◼

szabadul

ελεύθερος◼◼◼

30 nap szabadság jár nekem

δικαιούμαι άδεια 30 ημερών

a szabadságért vívott harc

ο αγώνας για την ελευθερία

anyasági szabadság

άδεια εγκυμοσύνης

betegszabadság

αναρρωτική άδεια◼◼◼

elnézést, pillanatnyilag nincs szabad autónk

συγγνώμη, δεν υπάρχει τίποτα αυτή τη στιγμή

engedély, szabadság

άδεια (η)

felszabadít

απελευθερώνω (-σω)

felszabadítás

ελευθέρωση◼◼◼

απελευθέρωση◼◼◼

ανάγλυφο

απαλλαγή

χειραφέτηση

felszabadul

απελευθερώνομαι (-θώ)

felszabadulás

απελευθέρωση◼◼◼

hány hét szabadság jár egy évben?

πόσες εβδομάδες διακοπών υπάρχουν;

igen, szabadságon voltam ott

ναι, πήγα εκεί διακοπές

kérjük tegyék szabaddá a kabinjaikat!

παρακαλώ

kiszabadítás

διάσωση◼◼◼

mit szeretsz csinálni szabadidődben?

τι σου αρέσει να κάνεις στον ελεύθερό σου χρόνο;

123